- ἐπίουρα
- ἐπί-ουρα, so viel Vorsprung die Maulesel beim Pflügen vor den Ochsen haben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επίουρα — ἐπίουρα, τά (Μ) (κατά τον Ευστάθιο) «τὰ ὁρμήματα, ὡς ἀπὸ τοῡ ὀρούειν, ἢ τὰ μεταξὺ διαστήματα, ὡς ἀπὸ τοῦ ὅρος ό περιορισμός», δηλ. τα σημεία από όπου εξορμά κανείς ή τα μεσοδιαστήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ δύο αντικειμένων … Dictionary of Greek